- ομορφάδα
- η [όμορφος]ομορφιά, ωραιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομορφάδα — η ομορφιά, ωραιότητα, κομψότητα: Του νησιού μου τις μύριες ομορφάδες σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη (Μαβίλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμορφάδα — και ομορφάδα, η η ιδιότητα τού ωραίου, η ομορφιά … Dictionary of Greek
ευμορφάδα — η (Μ εὐμορφάδα) [εύμορφος] ομορφάδα, ομορφιά … Dictionary of Greek
σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… … Dictionary of Greek
ομορφιά — η ωραιότητα, ομορφάδα: Έλαμπε η ομορφιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)